συνήθεια

συνήθεια
συνήθεια, ας, ἡ (ἦθος)
a relationship in which the participants are compatible because of shared interests, friendship, fellowship, intimacy (Isocr., Aeschin. et al.; ins, pap) πρός τινα with someone (Polyb. 1, 43, 4; 31, 14, 3; Plut., Crass. 544 [3, 6]; PAmh 145, 10; Jos., Ant. 15, 97) IEph 5:1 (συνήθειαν ἔχ. πρός τινα also Vett. Val. 228, 23). There is a close semantic relationship between ‘being accustomed to one another’ in the sharing of values in a personal relationship and
a usage or practice that has become established or standard, custom (Hom. Hymns; Pla.; ins, pap, 4 Macc; Philo, Spec. Leg. 3, 35 al.; Joseph.; Mel., HE 4, 26, 9; so as loanw. in rabb.).
subjectively being or becoming accustomed τῇ συνηθείᾳ ἕως ἄρτι τοῦ εἰδώλου (obj. gen. as SIG 888, 154 διὰ τὴν συνήθειαν τῆς τοιαύτης ἐνοχλήσεως.—τῇ ς. is dat. of cause; s. on ἀπιστία 1) through being accustomed to idols in former times 1 Cor 8:7.
objectively custom, habit, usage (Jos., Ant. 10, 72) Dg 2:1. τὴν συνη̣θ̣ι̣α̣[ν τῆς]| νη̣[ … νη]σ̣τίας AcPl Ha 7, 10f (some dittography [?], rdg. uncertain). συνήθειαν ἔχειν (PFlor 210, 15) 1 Cor 11:16; w. inf. foll. Hm 5, 2, 6. ἔστιν συνήθειά τινι w. ἵνα foll. J 18:39.—Renehan ’75 p. 185. DELG s.v. ἦθος. M-M. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συνηθεία — συνηθείᾱ , συνήθεια habitual intercourse fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηθείᾳ — συνηθείᾱͅ , συνήθεια habitual intercourse fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνήθεια — habitual intercourse fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνήθεια — η, ΝΜΑ, και μτγν. τ. συνηθία Α [συνήθης] 1. έξη, ιδίως φυσική διάθεση τού σώματος, που οφείλεται στη συνεχή επανάληψη μιας άσκησης ή μιας πράξης (α. «το πολύ περπάτημα μού έχει γίνει συνήθεια και δεν κουράζομαι πια» β. «μέγα ἡ συνήθεια καὶ φύσις… …   Dictionary of Greek

  • συνήθεια — η 1. η τάση που απόκτησε κάποιος με την επανάληψη της ίδιας ενέργειας και με τον ίδιο τρόπο: Δεν αλλάζει εύκολα συνήθειες. – Του έγινε συνήθεια να ξυπνά πολύ πρωί. 2. έθιμο: Δεν μπορεί να προσαρμοστεί στις συνήθειες αυτού του τόπου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνηθείας — συνηθείᾱς , συνήθεια habitual intercourse fem acc pl συνηθείᾱς , συνήθεια habitual intercourse fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ονυχοφαγία — Συνήθεια να δαγκώνει κανείς τα νύχια του, συχνή μεταξύ των παιδιών, η οποία μπορεί να έχει παθολογική σημασία νευρωσικού τύπου, όταν παρουσιάζεται μαζί με άλλα συμπτώματα της πάθησης. Μερικές φορές παρατείνεται και κατά την ενηλικίωση και μπορεί… …   Dictionary of Greek

  • συνήθει' — συνήθεια , συνήθεια habitual intercourse fem nom/voc sg συνήθειαι , συνήθεια habitual intercourse fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνήθεια — συνήθεια , συνήθεια habitual intercourse fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηθείαι — συνηθείᾱͅ , συνήθεια habitual intercourse fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηθειῶν — συνήθεια habitual intercourse fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”